- λαδρέω
- λαδρέω,A flow strongly,
λαδρέοντι τοὶ μυκτῆρες Sophr.135
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαδρέοντι τοὶ μυκτῆρες Sophr.135
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαδρέω — (Α) ρέω σε μεγάλη ποσότητα και γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. λαδρέω < επιτατικό μόριο λα + ρέω] … Dictionary of Greek
λαδρέοντι — λαδρέω flow strongly pres part act masc/neut dat sg (epic doric ionic aeolic) λαδρέω flow strongly pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)